σχετλιότεκνος

σχετλιότεκνος
-ον, Μ
άξιος λύπης εξαιτίας τών παιδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέτλιος «άθλιος, αξιοθρήνητος» + -τεκνος (< τέκνον) πρβλ. πολύτεκνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”